- γέλως
- ὁ γέλως, ωτος смех
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο … Dictionary of Greek
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτων — γέλως laughter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)